Το όραμα για την Κυπριακή θαλάσσια αλιεία μέσα από τη Γαλάζια Οικονομία

«…ιερόν ιχθύν εκ πόντοιο θύραζε λίνω και ήνοπι χαλκώ[…]»

«…ιερό ιχθύ από το κύμα του πόντου με λινό νήμα και αστραφτερό αγκίστρι ψάρευε»

(Ομήρου, Ιλιάς, Π 408)

Η Γαλάζια Οικονομία αναφέρεται στην αειφόρο χρήση και διατήρηση των θαλάσσιων, εσωτερικών υδάτινων και παράκτιων πόρων για την ασφάλεια τροφίμων, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την οικονομική ανάπτυξη των χωρών. Πρόκειται για την αλιεία, την υδατοκαλλιέργεια, τα ορυκτά, την ενέργεια, τις μεταφορές, το εμπόριο, την εκμετάλλευση των θαλάσσιων βυθών, τη διαχείριση των παράκτιων ζωνών, τον τουρισμό, τη θαλάσσια βιοτεχνολογία, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Το σημαντικότερο είναι ότι συμβάλλει στην αναβάθμιση του τρόπου ζωής μέσα από τις παραπάνω δραστηριότητες.

Τάσεις στην Παγκόσμια και Ευρωπαϊκή αλιεία

Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία από την Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), το 2016, η παγκόσμια παραγωγή ψαριού (σύλληψη και υδατοκαλλιέργεια) ανήλθε σε 171 εκατ. τόνους, με την σύλληψη να αντιπροσωπεύει μερίδιο 53% και την υδατοκαλλιέργεια το 47%. Με την αλιευτική παραγωγή ψαριών από σύλληψη να παραμένει σχετικά στατική από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η υδατοκαλλιέργεια έχει διαχρονικά συμβάλλει καθοριστικά στην εντυπωσιακή αύξηση της προσφοράς ψαριών για ανθρώπινη κατανάλωση. Έμφαση όμως στην υδατοκαλλιέργεια θα δοθεί σε άλλο άρθρο μας, αφού αποτελεί ένα θεμελιώδη υφιστάμενο τομέα της γαλάζιας οικονομίας.

Η παγκόσμια συνολική αλιευτική παραγωγή ανήλθε σε 91 εκατ. τόνοι το 2016, παρουσιάζοντας μικρή μείωση συγκριτικά με το 2011. Ωστόσο, η Μεσόγειος και η Μαύρη Θάλασσα χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό μή βιώσιμων αποθεμάτων, σε συνδυασμό με την υπεραλίευση. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό αφού καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος των αποθεμάτων ειδικά στη Μεσόγειο Θάλασσα και την ανάγκη για στροφή σε μια βιώσιμη ‘γαλάζια’ αλιεία.

Ο αλιευτικός στόλος των 23 παράκτιων χωρών-μελών της ΕΕ αριθμούσε 63.976 ενεργά σκάφη το 2015. Η άμεση απασχόληση ανερχόταν σε 152.700 αλιείς, που ισοδυναμούσαν με 114.863 αλιείς πλήρους απασχόλησης. Ο μέσος ετήσιος μισθός ανά εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης υπολογίζεται σε 24.800 ευρώ, και κυμαίνεται από 1.400 ευρώ στην Κύπρο έως 75.000 ευρώ στο Βέλγιο. Η μικτή προστιθέμενη αξία για τον στόλο της ΕΕ (εκτός της Ελλάδας) ανήλθε σε 3,9 δισ. ευρώ και τα μικτά κέρδη (εκτός επιδοτήσειων) σε 1,6 δισ. ευρώ.

Να σημειωθεί ότι το 74% του ενεργού αλιευτικού στόλου της ΕΕ αποτελείται από μικρά σκάφη παράκτιας αλιείας και το 26% αποτελείται από μεγάλα σκάφη βιομηχανικής αλιείας. Η Ελλάδα διαθέτει το μεγαλύτερο αριθμό σκαφών παράκτιας αλιείας που ανέρχεται σε 14.538, ενώ ακολουθούν η Ιταλία με 8.710 και η Πορτογαλλία με 7.331 σκάφη. Ωστόσο, αν και η παράκτια αλιεία αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο ποσοστό του Ευρωπαϊκού αλιευτικού στόλου, η οικονομική της απόδοση παραμένει σχετικά στάσιμη ενώ ο αριθμός των σκαφών έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία.

Ο τομέας της αλιείας στην Κύπρο

Ο αλιευτικός τομέας στην Κύπρο αποτελείται από την παράκτια αλιεία, που απασχολεί το μεγαλύτερο ποσοστό των αλιέων της Κύπρου, την αλιεία της τράτας βυθού και την πελαγική αλιεία που αποτελείται κυρίως από την αλιεία ξιφία και τόνου. Σκάφη μήκους 4 έως 12 μέτρων αποτελούν την παράκτια αλιεία, άνω των 12 μέτρων την πολυδύναμη αλιεία (αλιεία ξιφία και τόνου) και άνω των 18 μέτρων την αλιεία με τράτες βυθού. Εκτιμάται ότι για το 2017 ο συνολικός αριθμός ενεργών σκαφών ανέρχονταν περίπου σε 800, εκ των οποίων τα 762 είναι μικρά σκάφη παράκτιας αλιείας. Ο αριθμός των εργαζομένων ανέρχεται αντίστοιχα σε 1.205 που ισοδυναμούν με 705 εργαζομένους πλήρους απασχόλησης. Ο κλάδος αποτελείται αποκλειστικά από μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις άνω της μίας γενιάς.

Η αλιεία στην Κύπρο στοχεύει δύο κατηγορίες ψαριών: τα μεγάλα πελαγικά είδη και τα βυθόβια είδη. Τα βυθόβια είδη αποτελούν είδη όπως το μπαρπούνι, τον σκάρο, την κουρκούνα, τη στρίλια, τη γόππα, το λυθρίνι, το φαγκρί, τη μαρίδα, τον σορκό, τον ορφό, τη συναγρίδα, το χταπόδι, τη σουπιά και άλλα. Τα μικρά πελαγικά αποτελούν είδη όπως τη στρογγυλόρεγγα, το κολιό, τη σαρδέλλα και το σαυρίδι, ενώ τα μεγάλα πελαγικά είδη αποτελούνται από είδη όπως ο ξιφίας, ο μακρύπτερος τόνος και ο ερυθρός τόνος.

Με βάση στοιχεία του Ετήσιου Απολογισμού για την Αλιευτικό Στόλο στην ΕΕ το 2017, η ετήσια συνεισφορά του κυπριακού αλιευτικού τομέα σε έσοδα ανέρχεται περίπου στα 7 εκατ. ευρώ, και παρουσιάζει κάμψη σε σχέση την τελευταία δεκαετία, ενώ ο κλάδος σε όρους μικτού και καθαρού κέρδους χαρακτηρίζεται ως ζημιογόνος (2017 Annual Economic Report on the EU Fishing Fleet).

Η αρνητική οικονομική κατάσταση σημαίνει ότι ο Κυπριακός στόλος ενδέχεται να αντιμετωπίσει δυσκολίες στο μέλλον για τη διατήρηση του στόλου. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην παύση της δραστηριότητας πολλών σκαφών κυρίως μικρής κλίμακας. Οι παράγοντες πίσω από αυτό είναι η αύξηση των δαπανών (κυρίως για επισκευές και συντήρηση, κόστος ενέργειας και άλλα μεταβλητά έξοδα όπως για μισθούς) και ταυτόχρονα η μείωση της αξίας αλιευτικής παραγωγής. Οι μέσες τιμές αλιευμάτων παρουσιάζουν μια πτωτική τάση από το 2011, κυρίως λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της μειωμένης αγοραστικής δύναμη των καταναλωτών. Ωστόσο, παραμένουν συγκριτικά σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες μεσογειακές χώρες, λόγω κυρίως του εμπορικού ελλείμματος που αντιμετωπίζει η χώρα σε φρέσκα προϊόντα.

Περίπου 1.500 τόνοι ψάρι αλιεύονται κάθε χρόνο στα Κυπριακά θαλάσσια ύδατα. Ο τομέας της αλιείας δεν συνεισφέρει σημαντικά (λιγότερο από 0,5%) στο Κυπριακό ΑΕΠ. Ωστόσο, είναι ένας σημαντικός τομέας για τις εξαρτώμενες από την αλιεία περιοχές για άμεση απασχόληση (πλοιοκτήτες και μέλη του πληρώματος) και βοηθητικές υπηρεσίες, όπως ψαροταβέρνες και εστιατόρια, ιχθυοτροφεία, μηχανολογικές επισκευές, επισκευές και κατασκευές σκαφών καθώς και τον αλιευτικό τουρισμό.

Τα κυριότερα προβλήματα βιωσιμότητας που αντιμετωπίζει σήμερα ο αλιευτικός τομέας της Κύπρου είναι η χαμηλή παραγωγικότητα των νερών, η ρύπανση αλλά και η έλλειψη ζωτικού αλιευτικού χώρου λόγω της Τουρκικής κατοχής και των Βρετανικών Βάσεων, των τουριστικών θαλάσσιων δραστηριοτήτων, των μονάδων υδατοκαλλιέργειας αλλά και των προστατευόμενων περιοχών. Επίσης, η υπεραλίευση, η έλλειψη επαγγελματικής κατάρτισης σε νέες μεθόδους αλίευσης, η παρουσία ξενικών ειδών και η δυσκολία του λαού να δεχθεί νέα είδη στη διατροφή του. Πρακτικό πρόβλημα αποτελεί και η λεηλασία του δολώματος και των αλιευμάτων από δελφίνια, χελώνες και φώκιες.

«η κακόν ο γριπεύς ζώει βίον, ω δόμος α ναυς, και πόνος εντί θάλασσα, και ιχθύες α πλάνος άγρα»

[Αλήθεια, ο ψαράς περνάει άθλια ζωή, που έχει σπίτι του το πλοίο, δουλειά του την θάλασα και κυνήγι του αβέβαιο τα ψάρια]

(Στοβαίος, Δ΄, XVII, 19)

Ανάγκη στήριξης της παράκτιας αλιείας

Η παραδοσιακή ή παράκτια αλιεία αποτελείται από τοπικές επιχειρήσεις που αλιεύουν ψάρια που προορίζονται αποκλειστικά για ανθρώπινη κατανάλωση. Η παραδοσιακή αλιεία, η οποία χρησιμοποιεί λιγότερα καύσιμα από τη βιομηχανική αλιεία ανά τόνο εκφορτωθέντων ιχθύων, είναι πιο επιλεκτική από τη βιομηχανική αλιεία, αφού χρησιμοποιεί μεθόδους και αλιευτικά εργαλεία τα οποία βασίζονται σε μια βαθιά γνώση της συμπεριφοράς των ψαριών και τα οποία επιτρέπουν στα ψάρια κυριολεκτικά να ‘σαγηνεύονται’ στα αλιευτικά εργαλεία.

Σε μεγάλο βαθμό, η παραδοσιακή αλιεία ανταγωνίζεται τους βιομηχανικούς στόλους αφού εκμεταλλεύονται τα ίδια παράκτια αποθέματα με μηχανότρατες και γρι-γρι. Ωστόσο, η λήψη αποφάσεων στην αλιεία, συνήθως δίνει μικρή σημασία στην παραδοσιακή αλιεία αφού έχει χαμηλή οικονομική συνεισφορά και συχνά αγνοείται.

Αλιεία, καινοτομία και γαλάζια ανάπτυξη

Λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν μαζί με άλλα αδιαχείριστα προβλήματα όπως οι κλιματικές αλλαγές, υπάρχει επείγουσα ανάγκη για στροφή σε μια βιώσιμη ‘γαλάζια’ αλιεία.

Η γαλάζια ανάπτυξη είναι αγκυροβολημένη στην αρχή ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται από τα υδρόβια οικοσυστήματα είναι θεμελιώδεις για την ανθρώπινη ευημερία. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες των θαλάσσιων οικοσυστημάτων (marine ecosystem services) παρέχουν περισσότερο από το 60% της οικονομικής αξίας της παγκόσμιας βιόσφαιρας. Αναγνωρίζοντας το γεγονός αυτό, η παγκόσμια κοινότητα επικεντρώνεται όλο και περισσότερη στην ανάπτυξη της οικονομικής ικανότητας για την εκμετάλλευση των υδάτινων οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών που παρέχουν με βιώσιμο τρόπο. Αυτό αναμένεται επίσης να συμβάλει στη βελτίωση για την ασφάλεια των τροφίμων και τη διαβίωση ή την επίτευξη των στόχων της αειφόρου ανάπτυξης (14ος Στόχος για την Βιώσιμη Ανάπτυξη: Ζωή στο Νερό, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών).

Η προώθηση, η ρύθμιση και η παρακολούθηση των υπεύθυνων αλιευτικών πρακτικών, μέσω ισχυρών πλαισίων διαχείρισης και διαχείρισης της αλιείας, είναι απαραίτητες για τη βιωσιμότητα των αλιευτικών πόρων τόσο στις παράκτιες περιοχές όσο και στην ανοικτή θάλασσα.

Καινοτομία θα ήταν η εφαρμογή μιας οικοσυστημικής προσέγγισης για τη διαχείριση της αλιείας, καθώς και η βελτίωση της επιλεκτικότητας των εργαλείων, της διαχείρισης των αποθεμάτων, νέων τεχνικών αλιείας (όπως η επιλεκτικότητα των εργαλείων και η μείωση των επιπτώσεων) για μετριασμό σύλληψης προστατευόμενων ειδών καθώς και παρεμπιπτόντων αλιευμάτων. Καινοτομία θα ήταν επίσης και η παρότρυνση για αλίευση νέων ειδών πέραν των παραδοσιακών, όπως για παράδειγμα το λεοντόψαρο (lionfish).

Το θέμα της επιλεκτικότητας και των απορρίψεων έχει λάβει μεγάλη προσοχή πρόσφατα λόγω της υποχρεωτικής εκφόρτωσης που αποτελεί μέρος της νέας ευρωπαϊκής κοινής αλιευτικής πολιτικής (Common Fisheries Policy) από το 2016. Άλλες έρευνες που ενδέχεται να μην προέρχονται άμεσα ή να επηρεάζουν τον τομέα της αλιείας συνδέονται με τον σχεδιασμό των αλιευτικών σκαφών (συμπεριλαμβανομένης της αποδοτικότητας των καυσίμων, της λιγότερης συντήρησης, της βέλτιστης διατήρησης του προϊόντος και της παροχής καλύτερων συνθηκών εργασίας για το πλήρωμα).

Για τον λόγο αυτό και με αντικείμενο την αειφόρο χρήση της θαλάσσιας περιοχής της Κύπρου και την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των φυσικών πόρων, κρίθηκε αναγκαία από το 2014 η εφαρμογή μιας Εθνικής Ολοκληρωμένης Θαλάσσιας Πολιτικής. Η αλιεία θα πρέπει να προστατευθεί και να διατηρηθεί μέσα στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα υλοποιηθούν δράσεις για ορθολογιστική διαχείριση των αλιευτικών πόρων, ανάπτυξη και βελτίωση των αλιευτικών μεθόδων φιλικών προς το περιβάλλον, προστασία και ανάπτυξη των αλιευτικών αποθεμάτων με τη δημιουργία θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών (θαλάσσιων πάρκων) και αναβάθμιση των επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων. Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι ο αποτελεσματικός έλεγχος και η επιτήρηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων, η πάταξη της παράνομης αλιείας και η επιμόρφωση και ενημέρωση των πολιτών. Επίσης, σημαντική είναι η βελτίωση των συνθηκών υγιεινής στους χώρους εκφόρτωσης καθώς και η ανάπτυξη αλιευτικών υποδομών για παροχή ασφάλειας και κατάλληλων διευκολύνσεων.

Επίσης, η θέσπιση θαλάσσιων ζωνών στη Μεσόγειο, περιλαμβανομένων των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ), και της Κυπριακής ΑΟΖ, αναμένεται ότι θα ωφελήσει στη γαλάζια ανάπτυξη, αφού οι ΑΟΖ συμβάλλουν σε μια αποτελεσματικότερη πολιτική χωροταξικού σχεδιασμού, η οποία με τη σειρά της θα προσελκύσει επενδύσεις και περαιτέρω οικονομικές δραστηριότητες.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD), προκειμένου να προχωρήσουμε σε καινοτομία στον αλιευτικό τομέα, θα πρέπει οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων να διαθέτουν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση στην καινοτομία για πολιτική, στην καινοτομία για επένδυση, στην ενδυνάμωση των ανθρώπων να καινοτομούν και να κατανοήσουν την ανάγκη για συνεργασία καθώς επίσης να ενισχύσουν τη διάχυση της γνώσης και την αξία για δημιουργία.

Το άρθρο δημοσιέυτηκε στην εφημερίδα Σημερινή στις 9 Δεκεμβρίου 2018.